λοιμός

λοιμός
-οῦ + N 2 0-0-7-5-1=13 Is 5,14; Jer 15,21; Ez 7,21; 28,7; 30,11
plague, pest Prv 21,24; pestilent character Prv 19,25
*Am 4,2(3) λοιμοί destroyers, violent robbers-פריצים for MT ופרצים and (in the direction of) the breaches

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λοιμός — plague masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοιμός — ο (AM λοιμός) νεοελλ. λοιμώδες νόσημα που χαρακτηρίζεται από μεγάλη εξάπλωση με τη μορφή, κυρίως, επιδημίας και από τη βαριά πορεία του μσν. αρχ. η επιδημική νόσος πανώλης, η πανούκλα («οὐ μέντοι τοσοῡτός γε λοιμὸς οὐδὲ φθορὰ οὕτως ἀνθρώπων… …   Dictionary of Greek

  • λοιμός — ο κάθε μολυσματική και θανατηφόρα επιδημία: Οι περισσότεροι κάτοικοι του χωριού πέθαναν από λοιμό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λοιμοῖο — λοιμός plague masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοιμοῖς — λοιμός plague masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοιμοί — λοιμός plague masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοιμοῦ — λοιμός plague masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοιμούς — λοιμός plague masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοιμῷ — λοιμός plague masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοιμόν — λοιμός plague masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιμίλκων — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαίας Καρχηδόνας. 1. Καρχηδόνιος ναύαρχος (5ος αι. π.Χ.). Εξερεύνησε τις δυτικές ακτές της Ευρώπης, την εποχή που ο Άννων περιέπλεε τις δυτικές ακτές της Αφρικής. 2. Καρχηδόνιος στρατηγός (5ος 4ος αι. π.Χ.). Ανιψιός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”